- ἰσχυροσώματος
- ἰσχῡροσώματος, ον,A gloss on ὀβριμοεργός, Sch.Opp.H.1.360.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχυροσώματος — ἰσχυροσώματος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος] … Dictionary of Greek
ἰσχυροσώματα — ἰσχυροσώματος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek